- χρυσοποικιλτικός
- -ή, -ό, Ν [χρυσοποικιλτής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρυσοποικιλτή2. το θηλ. ως ουσ. η χρυσοποικιλτικήη τέχνη τού χρυσοποικιλτή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοποικιλτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρυσοποικιλτή ή στη διακόσμηση με χρυσό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)